νιψα

νιψα
    νίψα
    эп. aor. к νίζω См. νιζω и νίπτω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νιψα" в других словарях:

  • Νίψα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού Έβρου. Βρίσκεται στα ΒΑ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (55 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • νίψα — νίζω wash the hands aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρονιφής — ἀκρονιφής ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει χιόνια στην κορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»] …   Dictionary of Greek

  • νίψας — νί̱ψᾱς , νίφω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) νίψᾱς , νίζω wash the hands aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) νίζω wash the hands aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»